- ευσυγκίνητος
- ος , ον легко возбудимый; чувствительный, которого .легко растрогать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευσυγκίνητος — η, ο αυτός που συγκινείται εύκολα, ο ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συγ κινητος (< συγ κινώ), πρβλ. α συγ κίνητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γ. Μ. Βιζυηνό] … Dictionary of Greek
αισθαντικός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο γεμάτος συναισθήματα, ευαίσθητος, ευσυγκίνητος 2. λεπτός, διακριτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθάνομαι ή πιθ. απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. sensitif ή sensible. ΠΑΡ. νεοελλ. αισθαντικότητα] … Dictionary of Greek
ευκολοδάκρυστος — η, ο αυτός που δακρύζει εύκολα, ο ευσυγκίνητος … Dictionary of Greek
ευκολοστάλακτος — και ευκολοστάλαχτος, η, ο (Μ εὐκολοστάλακτος, ον) αυτός που στάζει, που σταλάζει εύκολα μσν. μτφ. επιρρεπής στα δάκρυα, ευσυγκίνητος … Dictionary of Greek
ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… … Dictionary of Greek
γυναικόψυχος — ο ευσυγκίνητος, δειλός: Φοβόταν να πάει στον πόλεμο γιατί ήταν γυναικόψυχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)